- ῥάπαλος
- ῥάπαλος, ὁ,= ῥάφανος, PJena 3.12 (v A.D.), cf. sq.II v. foreg.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ράπαλος — ὁ, Μ 1. ράφανος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ αὐλῶν εἰς τὴν ῥάπα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ῥάφανος* (πρβλ. ῥάπυς). Ο τ. με τη σημ. «αυλητής» αποτελεί διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥαπαύλους στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα)] … Dictionary of Greek
ῥαπάλους — ῥάπαλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)